Άνοιξε τα μάτια της, η ώρα ηταν 08:25, σκέφτηκε πως σήμερα κατάφερε να κοιμηθεί λίγο παραπάνω. Κυριακή μουρμούρισε. Σηκώθηκε, το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να πλύνει τα δόντια της, νοιώθει πολύ μεγάλη ανακούφιση, καθαρή! Ύστερα, γυρίζει στο δωμάτιο ανοίγει το πατζούρι και το παράθυρο για να αεριστεί απο τις βραδινές εφιαλτικές ανάσες. Τις κυριακές αφού αλλάξει τα σεντόνια, ετοιμάζει το αγαπημένο της καλοκαιρό πρωινό, καρπούζι με ανθότυρο και κρακεράκι, αφου πλύνει τα πιάτα παίρνει το βιβλίο της και ξαπλώνει. Κάπου κάπου σταματάει και λέει απο μέσα της...πόσο καταθληπτικές είναι οι Κυριακές..ησυχία..ζέστη..Οι περισσότεροι είναι στριμωγμένοι σε κάποια παραλία..κι εκείνη ίσως να ήθελε..αλλά όχι στην πόλη..στο νησάκι που τόσο αγαπούσε και ανήκε η καρδιά της..φέρνει στην μνήμη της τους φίλους της που τις Κυριακές μαζεύονταν όλοι μαζι σε κάποια ήσυχη παραλία του νησιού όπου θα μπορούσαν να μιλήσουν και να γελάσουν δυνατά! Πόσο της λείπει το καλοκαίρι το νησί..ο καθαρός αέρας..τα νερά..οι
Είναι που φοβάμαι τα δευτερόλεπτα,τα λεπτά,τις ώρες και τις μέρες που κυλάνε τόσο γρήγορα..όπως ο άνεμος που σπρώχνει βεβιασμένα τα σύννεφα..και εκείνα τρέχουν να σωθούν..πότε δημιουργώντας την βροχή και πότε ελευθερώνοντας τον ήλιο..