Έσερνε το κορμί της προς το μπάνιο βγάζοντας ένα ένα τα ρούχα, πριν μπει, σταματούσε μπροστά στον καθρέφτη και κοιτούσε τον κουρασμένο εαυτό της, τους μαύρους κύκλους που κοντεύουν να ξεπεράσουν το χρώμα των μαλλιών της και τις άσπρες τρίχες που σιγά σιγά κυρίευαν, δεν την πείραζε τόσο το χρώμα όσο το καταραμένο άγχος που βίωνε καθημερινά. Με λυπημένο ύφος τραβούσε την κουρτίνα του μπάνιου, άνοιγε τέρμα το νερό στο καυτό, μπορούσε να κάθεται με τις ώρες, την ξεκούραζε.
Η θάλασσα ήταν ήρεμη, ίσα που ακουγόταν το κύμα, ήσουν ήσυχος.. διάβαζες το βιβλίο σου κι εγώ ξαπλωμένη δίπλα σου διάβαζα το δικό μου. Έκλεισες το βιβλίο και έμεινες σιωπηλός να κοιτάζεις την θάλασσα, από το στόμα σου ξεμύτησε με θάρρος μια μικρή πρόταση, δεν είμαι πια χαρούμενος.. νιώθω σαν να είμαστε 20 χρόνια παντρεμένοι. Έκλεισα κι εγώ το βιβλίο μου και σηκώθηκα.. δεν υπήρχαν πολλά που μπορούσα να πω. Για ακόμα μια φορά δεν ένιωσα αρκετή για σένα, κι έμεινα να αισθάνομαι εγκλωβισμένη-σαστισμένη-απογοητευμένη. Στην επιστροφή υπήρχε ησυχία! ¡Adiós!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου